- πλουθυγίεια
- πλουθῠγίεια, ἡ, ([etym.] πλοῦτος)A health and wealth, Ar.V.677, Eq.1091; parox. πλουθυγιεία (guaranteed by metre) Id.Av.731 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουθυγίεια — και πλουθυγιεία, ἡ, Α πλούτος και υγεία μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + ὑγιεία/ὑγίεια] … Dictionary of Greek
πλουθυγιείαν — πλουθυγιείᾱν , πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουθυγίειαν — πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek